DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förórdning n ~en ~ar
econ. κανονισμός
environ. ρύθμιση; απόφαση (δικαστηρίου); εκτελεστικό διάταγμα; νομική ρύθμιση; νομικός κανονισμός (κανόνας); διάταξη; διάταγμα/απόφαση δικαστηρίου; διάταξη/κανονισμός
law κανονιστική απόφαση; κανονιστικό διάταγμα; κανονιστική πράξη; νομική ρύθμιση/νομικός κανονισμός κανόνας