DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förmånstagare n ~n; pl. ~, best. pl. -tagarna
gen. δικαιούχος,δωρεοδόχος m; διάδοχος' ο έλκων δικαίωμα
insur. δικαιούχος παροχής
law δικαιούχος m
law, insur. χορηγούμενος; επιδοτούμενος; επιχορηγούμενος