DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förlúst n ~en ~er
account. καθαρή ζημία; οικονομική ζημία
agric. απώλειες m
earth.sc., mech.eng. μετατροπή σε θερμότητα
el. απώλειες ενέργειας
environ. απώλεια m; ζημία; απώλεια/ζημία m
förluster n
account. ζημίες κεφαλαίου