DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
förlíkning n ~en ~ar
law συνδιαλλαγή; συμβατικός συμβιβασμός; συμβιβασμός m; δικαστικός συμβιβασμός; διαδικασία συμφιλίωσης
law, lab.law. συμβιβαστική συμφωνία; συμφωνία κατόπιν αμοιβαίων παραχωρήσεων; συμφωνία
förlikning
: 2 phrases in 1 subject
Natural sciences2