DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
förlìkningsman n ~nen; pl. -män, best. pl. -männen
law, lab.law. διαιτητής αποφασίζων σύμφωνα με τις αρχές του ίσου και του δικαίου; συμφιλιωτής
förlikningsman
: 2 phrases in 1 subject
Natural sciences2