DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
förlä́ngning n ~en ~ar
gen. επέκταση
earth.sc., construct. έκταση; προέκταση m
econ., fin. παράταση προθεσμίας
law παράταση
met. επιμήκυνση
transp., avia. επανεπικύρωση
förlängning
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1