DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förkláring n ~en ~ar
gen. εξήγηση
law κατάθεση; ερμηνευτική δήλωση; ισχυρισμός
nat.sc., industr. δήλωση
Förkláring n
comp., MS κείμενο επεξήγησης