DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förkástning n ~en ~ar
earth.sc. σεισμικά ενεργό ρήγμα; ρήγμα f; ρηγμάτωση
environ. σφάλμα; βραχυκύκλωμα f; ελάττωμα f; ρωγμή
förkástning geol. n
environ. σφάλμα