DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förhandling n ~en ~ar
commun., IT διαπραγμάτευση
econ. συνεδρίαση του δικαστηρίου
law συνεδρίαση
förhándlingar n
forestr. διαπραγματεύσεις m
 Swedish thesaurus
förhándlingar n
forestr. negotiations