DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
förgásare n ~n; pl. ~, best. pl. förgasarna
industr. εξαεριστήρας f
transp. συσκευή ανάμιξης καυσίμων / αέρος με σύστημα διάσπασης
transp., mech.eng. αναμικτήρας f; εξαερωτήρας f; καρμπυρατέρ m
förgasare
: 1 phrase in 1 subject
Natural sciences1