DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förform n
chem. ακατέργαστο κομμάτι
el. προσχηματισμός m; υλικό προσχηματισμένο; προμορφή
industr., construct., chem. προδιαμόρφωμα
industr., construct., met. προφόρμα