DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förfálskning n ~en ~ar
gen. νόθευση; πλαστογραφία f
bank. πλαστό χαρτονόμισμα; πλαστό; πλαστό νόμισμα; πλαστό τραπεζογραμμάτιο
law πλαστογράφηση
law, fin. παραχάραξη