DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
förfáll n ~et
gen. υποβάθμιση; αποσύνθεση
agric. παρακμή
förfálla v
gen. αποσυνθέτω
law χάνω; καθίσταμαι απαιτητός
förfállatill betalning v
econ., fin. εκπνέω; λήγω