DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
föréning n ~en ~ar
gen. ενοποίηση
econ. ένωση
environ. συσχετισμός m; σύνδεση; συσχέτιση
environ., chem. χημική ένωση
law σωματείο m; σύλλογος m; ένωση προσώπων; οργάνωση
law, econ. αστική εταιρεία; κοινωνία των πολιτών