DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fördrö́jning n ~en ~ar
commun. απόλυτη καθυστέρηση
comp., MS καθυστέρηση επανάληψης
earth.sc. χρονική υστέρησις; χρόνος αντιδράσεως
el. καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση
IT, dat.proc. υστέρηση