DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fördélare n ~n; pl. ~, best. pl. fördelarna
chem., met. εξισωτικό υγρό
commun. διανομέας f
earth.sc., mech.eng. διακλαδωμένη σωλήνωση; πολλαπλούς κύριος αγωγός διανομής
el. διανομέας ρεύματος αφής; μίζα; διαστολικός συζεύκτης
industr., construct. Διάταξη τακτοποίησης των φιαλών στην μεταφορική ταινία
met., mech.eng. μηχανικός τροφοδότης