DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fördä́mning n ~en ~ar
earth.sc., mech.eng. υδατοφράκτης
environ. φράγμα f; φράγμα ταμιευτήρα
fish.farm. τεχνητή δεξαμενή διατήρησης ψαριών
life.sc., construct. εκκενούμενονδιηθητικόνφράγμα