DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förbrä́nning n ~en ~ar
environ. αποτέφρωση; καύση; αποτέφρωση αποβλήτων; αποτέφρωση των απορριμμάτων; αποτέφρωση/καύση
forestr. διαδικασία καύσης
waste.man. πύρωση