DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
förbindningstråd n
el. βραχυκυκλωτήρας; γεφυρωτήςσύνδεσης m; σύρμα ηλεκτρονικής διασύνδεσης; σύρμα διασύνδεσης