DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
föräldraskap n ~et
econ. έννομη σχέση με τους ανιόντες
proced.law. σχέση γονέα και τέκνου
social.sc. ιδιότητα του γονέα; μητρότητα ή πατρότητα