DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fö̀rutsättning n ~en ~ar
gen. προκαταρκτικός όρος
law προϋπόθεση; αίρεση
law, lab.law. προαπαιτούμενο; όρος
market. αποδοχή βαρών; αναδοχή χρέους
förutsättningar n
IT, el., construct. προαπαιτούμενα f