DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fö̀rskott [fö`r-] n ~et; pl. ~
econ. προκαταβολές f
fin. προσωρινό χρηματικό ποσό; πάγιες προκαταβολές; προκαταβολή
interntl.trade., tax. προκαταβολική πληρωμή