DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fö̀rorening n ~en ~ar
econ. ρύπανση
environ. μόλυνση; μίανση; νόθευση (κειμένου)
environ., el. οχληρά κατάστασις
environ., industr. πρόσμειξη
industr., construct., met. λέπι; φλούδα f
insur., environ. ρύπος m
pharma., environ. νόθευση κειμένου; παράλλαξη
föroreningar n
account. ρύπανση
agric. μη αλκοολικά συστατικά
environ. ρύποι m; ρυπογόνες ουσίες; ρύποι/ρυπογόνες ουσίες