DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
fö̀rman [fö`r-] n ~nen; pl. -män, best. pl. -männen
gov. επικεφαλής ομάδας
law, construct. ο επι κεφαλής μιας ομάδας οικοδόμων
förmåner n
account. επιδόματα f
law, insur. παροχές
law, lab.law. παροχή διευκολύνσεων; αποδοχές f; αμοιβές
fö̀rmån [fö`r-] n ~en ~er
gen. πλεονέκτημα f
law πλεονεκτήματα f
social.sc. παροχή
förman
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1