DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fö̀rbehåll [fö`r-] n ~et; pl. ~
gen. κράτηση
account. αξιολόγηση με επιφυλάξεις; πρώτη αξιολόγηση έκθεσης
law ρήτρα επιφύλαξης