DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fö̀lja v
gen. ακολουθώ
comp., MS παρακολούθηση; παρακολουθώ
mech.eng. ανιχνεύω; ψηλαφώ
fö̀ljande v
gen. επόμενος; εξής