DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
få̀r n ~et; pl. ~
agric. λεπτόουρο πρόβατο
econ. προβατοειδή
environ. προβατίδες; προβατίδες/προβατοειδή
mamm. πρόβατο m (Ovis aries aries)
far n ~et; pl. ~
anim.husb. πατέρας f; αρσενικό
fàder n
anim.husb. αρσενικό; πατέρας f
faren n
fish.farm. ζόπα (Abramis ballerus, Ballerus ballerus)
v
gen. λίγος; λαμβάνω
får
: 2 phrases in 1 subject
Microsoft2