DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | verb
fàstän n
gen. αν και
fä̀sta v
gen. στερεώνω
comp., MS συγκράτηση; καρφιτσώνω
earth.sc., transp. κολλώ
fást v
gen. έστω και αν; σταθερά; σταθερός
agric. σφικτός
commun. ρυθμισμένος
transp. στερεός
fä̀st v
comp., MS καρφιτσώνω
fàsta v
gen. νηστεία
fästände v
met., el. γυμνός ακροδέκτης