DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fä̀llning n ~en ~ar
chem. καθίζηση; καταβύθιση; κατακρήμνιση
environ. καθίζηση χημική; ίζημα; κατακρήμνισμα f
forestr. υλοτομία f
met. κλιμάκωση διαχωριστικής επιφάνειας