DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
fä̀lla n ~n fällor
gen. ανατρέπω
earth.sc., el. περιοχή σÙλληψης ηλεκτρονíων
el. κέντρο παγίδευσης
environ. παγίδευση; τοποθέτηση παγίδων; παγίδευση/τοποθέτηση παγίδων
environ., mech.eng. φωλιά στερεού καυσίμου πυραυλοκινητήρα
forestr. υλοτομώ m
social.sc., environ., nat.res. παγίδα f
fàlla v
gen. πέφτω
få̀lla v
agric. μικρά περίβολος βοοειδών,περίφραγμα; περιφραγμένος χώρος
fällare adj.
forestr. μηχανή υλοτομίας
fälla
: 8 phrases in 4 subjects
Economics1
Finances4
Microsoft2
Politics1