DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
exponéring n ~en ~ar
environ. έκθεση; υπολειπόμενος κίνδυνος; Έκθεση
fin. άνοιγμα f; ανάληψη κινδύνων
health. χρήση λυχνίας ακτίνων Χ