DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
expansión n ~en ~er
gen. επέκταση
construct. εξάπλωση
IT, dat.proc. αναπτύσσω; αναπτύσσω ολογράφως
mech.eng. διαστολή; εκτόνωση
met., mech.eng. ανάπτυξη; αύξηση διαστάσεων; μεγέθυνση