DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
energiomvandling n ~en ~ar
earth.sc., el. σκέδαση ενέργειας
econ. μετατροπές ενέργειας
environ. ενεργειακή μετατροπή; μετατροπή της ενέργειας; ενεργειακή μετατροπή/μετατροπή της ενέργειας