DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
energiförluster n
el. απώλειες ενέργειας
environ. ενεργειακές απώλειες
energiförlust n ~en ~er
environ. σκέδαση ενέργειας; απώλειες ενέργειας; σκέδαση ενέργειας/απώλειες ενέργειας