DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
emballáge [embala´∫ el. ambala´∫] n ~t [-et]; pl. ~
agric., mater.sc. πακετάρισμα f
commer. συσκευασία; πρώτη συσκευασία
econ. συσκευασία f
food.ind. δεύτερη συσκευασία
transp., avia. μέσα συσκευασίας