DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
elasticitetsmodul n
met. μέτρο επιμήκυνσης; μέτρο μήκυνσης; συντελεστής Young; συντελεστής ελαστικότητας
phys.sc. όριο ελαστικότητας
transp. μέτρο ελαστικότητας