DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ekonomí [-nomi´] n ~n ~er
econ. οικονομία f
environ. οικονομικά f; οικονομικές επιστήμες; οικονομολογία f; κεφάλαια f; οικονομικά/οικονομικές επιστήμες/οικονομολογία/οικονομία
fin., environ. οικονομικά/κεφάλαια f
Ekonomí [-nomi´] n
comp., MS Οικονομικά f