DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ejèktor [ejek`t-] n ~n ~er [-o´r-]
chem. εξολκέας
mater.sc. αντλία έγχυσης αερίου
mech.eng. αντλία δι'εκτοξεύσεως
tech., el. εκτοξευτήρας f; τζιφάρι