DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
efterbehandling n ~en ~ar
environ. αξιοποίηση γαιών; επεξεργασία εκ των υστέρων; απορρύπανση του εδάφους; καθαρισμός του εδάφους; μέτρα μετεπεξεργασίας; έγγειες βελτιώσεις/αξιοποίηση γαιών; αξιοποίηση γαιών/εκχέρσωση
industr., construct. σιδέρωμα φιξαρίσματος; φινίρω; φινίρισμα
IT μεταπαραγωγική επεξεργασία
met. μετεπεξεργασία f