DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
effekter n
pharma., environ. αποτελέσματα f; επιπτώσεις m; συνέπειες m
effékt [efek´t] n ~en ~er
earth.sc. ισχύς
health. αποτέλεσμα f
mech.eng. συντελεστής ισχύος
pharma., environ., el. απάντηση