DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
èrsättning n ~en ~ar
empl. αμοιβή
environ. αντιστάθμιση; εγγύηση αποζημίωσης; αποκατάσταση; επανόρθωση; αντικατάσταση; αποζημίωση/αντιστάθμιση/αντιρρόπηση
gov. αποζημίωση
law, econ. αντιπαροχή' παροχή επ' ανταλλάγματι
law, environ. χρηματική αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης
ersättningar n
account. πληρωμές αποζημιώσεων
law, lab.law. αμοιβές; αποδοχές f