DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
èrkännande n ~t ~n
gen. ομολογία f; αναγνώριση
law δικαστική ομολογία
erkännanden n
IT, dat.proc. ευχαριστίες f
èrkänna v
gen. αναγνωρίζω; ομολογώ