DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ènhet n ~en ~er
comp., MS συσκευή; μονάδα; μονάδα δίσκου
stat., tech. στοιχείο m
enheter n
account. μονάδες
IT, dat.proc. δίκτυο αυτομάτων; σύνολο μονάδων επεξεργασίας
Enheter n
comp., MS Συσκευές f