DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
èl n ~en
gen. ηλεκτρική ενέργεια
environ. ηλεκτρικό ρεύμα; ηλεκτρισμός/ηλεκτρικό φορτίο/ηλεκτρικό ρεύμα