DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
èftersläpning n ~en ~ar
commun. τράβηγμα εικόνας
fin. καθυστερούμενη απόσβεση
IT, dat.proc. υστέρηση
met. καθυστέρηση αυλακώσεων
transp. ολίσθηση
eftersläpning
: 9 phrases in 3 subjects
Environment4
Mechanic engineering2
Microsoft3