DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
èfterfrågan n
gen. επερώτηση
environ. ζήτηση; αξίωση; απαίτηση
tech., law, el. ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας; ζήτηση ηλεκτρισμού