DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
dyning n ~en ~ar
earth.sc. αποθαλασσία; αποθαλασσιά
earth.sc., environ., el. κυματισμóς
environ. ύβωμα; γήλοφος m; κυματισμός m; ύψωμα f; φουσκοθαλασσιά; ύβωμα/ύψωμα/γήλοφος/κυματισμός/φουσκοθαλασσιά
dyning
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1