DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
dyka v
gen. καταδύομαι
fin. μικρή πτώση τιμών; ελαφρά υποχώρηση τιμών
dykande v
transp., mater.sc. αύξουσα κατεύθυνση
dyka
: 1 phrase in 1 subject
Communications1