DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
dyk n ~et; pl. ~
commun., transp. βύθιση
dyka v
gen. καταδύομαι
fin. μικρή πτώση τιμών; ελαφρά υποχώρηση τιμών
dykande v
transp., mater.sc. αύξουσα κατεύθυνση
dyk
: 2 phrases in 2 subjects
Communications1
Microsoft1