DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
dỳsa n ~n dysor
agric. ακροφύσιο ψεκαστήρα
chem. κρουστικός διαχωριστήρας
construct. κιβώτιο εξόδου
earth.sc., el. περιτÙπωμα m; φóρμα
el. ακροφύσιο m
mech.eng. ακροφύσιο ροής
met., mech.eng. στόμιο ροής
mun.plan., earth.sc. ακροφύσιο ψεκασμού; εκτοξευτήρας f
transp., mech.eng. οδηγό πτερύγιο στροβιλοκινητήρα; σταθερό πτερύγιο στροβιλοκινητήρα
dysa
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1